Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Καρτούππιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. βλ. καρκιά (η καρδιά). 2. η καρδιά του μαρουλιού. 3. η ψίχα του φρούτου.