Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Καρυότσουφλον (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. η καρυδόφλουδα, το τσόφλι των καρυδιών. 2. μτφ. για σκάφος που κλυδωνίζεται, παρασύρεται από τη θάλασσα.