Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Καλακάντζ̌αρος (o) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. ο καλικάντζαρος (το δαιμόνιο). 2. το στοιχειό. 3. μτφ. ο ασχημομούρης.

Συνώνυμα:

Καλικάντζ̌αρος, Πλανήταρος, Σκαλαπούνταρος (o)