Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Καλάρω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. καλαρίσκω (1. πείθω κάποιον με ωραία λόγια. 2. δολώνω. 3. ρίχνω το δόλωμα. 4. αποσύρομαι).