Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Καλουρκά (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

ο αγρός που έχει διακοπεί η καλλιέργειά του για ορισμένο χρόνο, ώστε να ανακτήσει την παραγωγική του δύναμη.