Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Καματόβερκα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. αλουνόβερκα (βέργα για κεντρί των βοδιών, η βουκέντρα).

Συνώνυμα:

Αλωνόβερκα, Βουτζ̌έντρα, Ζευκαρόβερκα (η), Τζ̌έντιν, Τζ̌εντρίν (το)