Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Καμμώ »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. καμμουρίζω (1. νυστάζω, ονειροπολώ. 2. κοιμάμαι).

Συνώνυμα:

Καμμύω