Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Καμπανέλλα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. η κουδούνα. 2. ο κώδων.

Συνώνυμα:

Τσ̌ακκάριν (το)