Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κανναούρα (η) »

Επίθετο

Σημασία:

βλ. καννάουρος (ζωντανός οργανισμός που το χρώμα του μοιάζει με αυτό του κανναβιού).

Συνώνυμα:

Κανναούρικον (το)