Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Καννουρώ »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. καννουρίζω (1. ουρώ. 2. χρησιμοποιείται για υγρά που ρέουν σε πολύ μικρή ποσότητα).