Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Καντζ̌ελλόπορτα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

η καγκελόπορτα, η κατασκευασμένη με κάγκελα πόρτα του κήπου.