Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Καντρέθκια (τα) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. καντρέδιν (το σκάγι).

Συνώνυμα:

Καντρέθθιν, Καντρέττιν (το)