Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Καπνίζω »

Ρήμα

Σημασία:

1. φουμάρω. 2. είμαι καπνιστής. 3. μουτζουρώνω. 4. βγάζω καπνό. 5. θυμιάζω. 6. επικαλύπτω κάτι με λεπτό στρώμα χρυσού. 7. παίρνω ξαφνική απόφαση. 8. βάζω καπνό σε ωμό κρέας για να ψηθεί.