Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Καπνιστομέρρεχα (τα) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

τα δύο σκεύη που σε παλαιότερες εποχές, εθεωρούντο από κάθε οικοκυρά απαραίτητα στο σπίτι της, το καπνιστήριν και η μερρέχα.