Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κάτσαρον (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. βλ. κάτσαρα (τα ξερά κλαδιά). 2. μτφ. αυτός που έχει πολύ δύναμη.