Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κατσουβέλλικα (τα) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. κατσιβέλλικα [(γλώσσα που δεν μπορεί κανείς να καταλάβει, κατσουβέλικα). (μόνο στον πληθυντικό)]