Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κατσουρκάζω »

Ρήμα

Σημασία:

1. χαμηλώνω τα αυτιά. 2. ταπεινώνομαι. 3. θίγομαι. 4. τσιτσιρίζω.