Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κατώβλιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. το κατώφλι. 2. μτφ. το πρώτο τμήμα χρονικής περιόδου (το κατώφλι των γερατειών).