Σχετικά με την Polignosi
|
Χορηγοί
Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2024
Τράπεζα Κύπρου & Εφημερίδα Πολίτης
Εξειδικευμένη Αναζήτηση
Λήμματα (Α-Ω)
Σαν Σήμερα
Κυπριακή Διάλεκτος (Α-Ω)
Φώτο Γκάλερι
Αφιερώματα
Κοινόν Κυπρίων
Ογκολογικό Κέντρο
Πολιτιστικό Ίδρυμα
IDEA
SupportCY
Κουίζ
Γενικές γνώσεις
Γεωγραφία
Ιστορία
Πολιτισμός
Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου
« Καυκάρα (η) »
Επίθετο
Σημασία:
βλ. καύκαρος (1. αυτός που δεν έχει μαλλιά. 2. θηλυκό πρόβατο που έχει κουρευτεί. 3. ακέρατο ζώο).
Συνώνυμα:
Καυκαρίν (το), Καφκάρα (η), Καφκαρίν (το), Κάφκαρος (ο)