Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κλαώννω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. κλαδώννω (1. ξαναβγάζω κλαριά. 2. βγαίνω σε κλαδί. 3. μτφ. ακινητοποιούμαι).