Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κλιθθάλευρον (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

αλεύρι κριθαριού.

Συνώνυμα:

Κλιττάλευρον, Κριθθάλευρον, Κριττάλευρον (το)