Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κλώθουμαι »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. κλωθογυρίζω (1. περιφέρομαι. 2. μτφ. α) προσπαθώ να πλησιάσω κάποιον με συγκεκριμένο σκοπό. β) αγχώνομαι και περιφέρομαι νευρικά).

Συνώνυμα:

Κλωθοϋρίζω, Κλώννουμαι