Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κλώθω »

Ρήμα

Σημασία:

1. στρίβω (αλλάζω πορεία). 2. μετατρέπω το μαλλί σε νήμα 3. όταν μεταφέρω την κλωστή σε καρούλι. 4. μτφ. α) μετανιώνω β) αθετώ.

Συνώνυμα:

Κλώννω