Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κνυζώννω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. κνυζώννουμαι (1. γαντζώνομαι. 2. μτφ. φορτώνομαι σε άλλο άτομο για βοήθεια).