Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κοκκαλιώ »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. κοκκαλίζω (1. καταβιβρώσκω. 2. όταν κάνω ήχο κατά τη διάρκεια του μασήματος. 3. μτφ. κατασπαταλώ μια περιουσία).