Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κολασμός (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

η τιμωρία, ό,τι δυσάρεστο επιβάλλεται σε όποιον παραβαίνει νόμο ή κανονισμό.