Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Καφούριν (το) »

Επίθετο

Σημασία:

βλ. καφουράτος (ο ολόλευκος).

Συνώνυμα:

Καφουρένος, -η, -ον, Κάφουρος (ο), Καφούρα (η)