Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κλαμουρκόν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. κλαμούρα (η κλάψα).

Συνώνυμα:

Κλαμούρισμαν (το)