Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κλαππητήριν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. κλάππα (1. η τρικλοποδιά 2. η αταξία. 3. το παραμέρισμα κάποιου με πλάγια μέσα. 4. βαρίδι που δένεται στα πόδια ζώων. 5. συνδετικό εξάρτημα, που συνδέει δύο σανίδες μεταξύ τους).

Συνώνυμα:

Τρικλοποδκιά (η)