Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κατάστημαν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. το δημόσιο κατάστημα, το μαγαζί. 2. όταν το φαγητό έχει απορροφήσει όλα τα υγρά του.