Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Καταχνούρα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. καταγνιά (ο ομιχλώδης καιρός).

Συνώνυμα:

Καταγνούρα (η)