Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κατηφορητόν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. κατέβας (1. ο κατηφορικός δρόμος. 2. μτφ. η άσχημη πορεία στη ζωή).

Συνώνυμα:

Kατηφορκά, Κατωφερκά (η), Κατωφέρκασμαν (το)