Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κατραπατσ̌ιά (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. η κατραπακιά, το δυνατό χτύπημα που δίνεται συνήθως στον σβέρκο με εσωτερικό μέρος της ανοιχτής παλάμης. 2. μτφ. α) τα βάσανα. β) η πτώση από μία θέση.