Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κατσ̌αβίδιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

το κατσαβίδι, εργαλείο που μπαίνει στην εγκοπή βίδας για να τη βιδώσει ή ξεβιδώσει.