Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κουκκουρκασμένος, -η, -ον »

Μετοχή

Σημασία:

1. αυτός που δεν έχει υγρό. 2. ο στεγνός, ο χωρίς νερό. 3. ο κενός. 4. μτφ. ο έκπληκτος.

Συνώνυμα:

Κουκκουρκιασμένος, Κούκκουρος, -η, -ον