Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κουκκούφα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. κοίλωμα που σχηματίζεται σε κορμό δέντρου. 2. το κρανίο. 3. μτφ. τρύπα σε δόντι.

Συνώνυμα:

Κουκκουφέλλα (η), Κουκκούφελλη (η)