Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κούκκουφον (το) »

Επίθετο

Σημασία:

βλ. κούκκουφος (ο εντελώς μόνος, εγκαταλελειμμένος).

Συνώνυμα:

Κουκκούφα, Κούκκουφη (η), Μαυροκούκκουφος, -η, -ον