Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κουλουλεύκω »

Ρήμα

Σημασία:

1. μεριμνώ, φροντίζω. 2. σπαταλώ τον χρόνο μου.

Συνώνυμα:

Κουλουλίζω, Κουλουλώ, Κουλουντεύκω