Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κουμανταρίσκω »

Ρήμα

Σημασία:

1. κάνω κουμάντο. 2. χειρίζομαι ορθά. 3. εξουσιάζω, διοικώ.

Συνώνυμα:

Κουμαντάρω