Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κουμνίν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. κούμνα (μεγάλο αποθηκευτικό σκεύος από πηλό).

Συνώνυμα:

Κούμνος (ο)