Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κουνιάδος (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

ο αδελφός του συζύγου ή ο σύζυγος του αδελφού.

Συνώνυμα:

Κουνιάος (ο)