Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κουνοσ̌σ̌υλλιάζω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. κοπροσ̌σ̌υλλιάζω (κοπροσκυλιάζω, βαριέμαι να εργαστώ).