Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κουντούρα (η) »

Επίθετο

Σημασία:

1. βλ. κούντουρος (1. ο γυμνός. 2. ο πολύ κοντός. 3. ζώο που δεν έχει μακριά ουρά). 2. μυθικό τέρας, οχιά.

Συνώνυμα:

Κουντούρικον, Κουντούριν (το)