Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κούρβα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. στροφή του δρόμου 2. βλ. ξηβιλλίστρα (η πόρνη, η πρόστυχη).

Συνώνυμα:

για τη δεύτερη σημασία: Βιλλοκαταλίστρα, Ορόσπα, Οροσπού, Πολιτιτζ̌ή, Πουτάνα, Σ̌αρμούττα, Σπαστριτζ̌ή, Τσ̌ούλλα (η)