Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κουρνιάζω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. κορνιάζω (1. βρίσκω καταφύγιο. 2. μαζεύομαι γύρω από τον εαυτό μου, σε κάποιο σημείο, για να κοιμηθώ. 3. φωλεύω).