Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κουρουκλίν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. κουρούκλα (η μαντίλα).

Συνώνυμα:

Μαντήλα, Μερέζα (η), Τσ̌εμπέριν, Τσιμπέριν (το)