Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου
« Κουρτζ̌ούνιν (το) »
Ουσιαστικό
Σημασία:
1. το γεωμετρικό στερεό στο οποίο όλα τα σημεία της επιφάνειας ισαπέχουν από το κέντρο του. 2. η βολίδα. 3. το να πηγαινοέρχεται κάποιος γρήγορα. 4. μτφ. δριμύς και κρύος άνεμος.
Συνώνυμα:
Κουρτσ̌ούνιν (το)