Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κολοτζ̌ιασμένος, -η, -ον »

Μετοχή

Σημασία:

1. ο κιτρινιασμένος κυρίως από υπερβολική υγρασία. 2. ο κούφιος. 3. ο διψασμένος. 4. ο σκασμένος από την κατανάλωση μεγάλης ποσότητας νερού. 5. αυτός που έχει κοιμηθεί πολύ.