Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κονιδκιάρης, -α, -ισσα, -ικον »

Επίθετο

Σημασία:

αυτός που έχει κονίδια (αυγά ψείρας).

Συνώνυμα:

Κοννιάρης (ο), Κοννιαρκά (η), Κοννιάρικον (το)