Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κοντζ̌ιόν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

μουρμουρητό και διαμαρτυρία από την κούραση και τον πόνο.

Συνώνυμα:

Κουντζ̌ιόν, Κούντζ̌υσμαν (το), Κουντζ̌ύστρα (η)